- κατηγορούμενος
- Χαρακτηρισμός του προσώπου εναντίον του οποίου ασκείται ποινική δίωξη ή του αποδίδεται αξιόποινη πράξη σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης. Ο προσδιορισμός αυτός διατηρείται έως το τέλος της ποινικής διαδικασίας και το αμετάκλητο κλείσιμό της, με οποιονδήποτε από τους τρόπους που προβλέπονται στην ποινική δικονομία. Η ιδιότητα του κ. συνεπάγεται ορισμένες νομικές καταστάσεις για το πρόσωπό του, από τις οποίες απορρέουν διάφορα δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Αν προκύπτει πρόβλημα ταυτότητας του κ. (αδυναμία βεβαίωσης, αμφιβολίες ή πλάνη), αναζητείται η αλήθεια με βάση το πραγματικό του πρόσωπο και όχι τα τυπικά χαρακτηριστικά της. Η ιδιότητα του κ. παύει με τον θάνατό του, ενώ η ψυχική του ασθένεια αντιμετωπίζεται με ειδική διαδικασία και επιδρά σημαντικά στην έκβαση της ποινικής δίκης.
Ο κ., ανάλογα με τη βαρύτητα της πράξης για την οποία κατηγορείται, μπορεί να υποβληθεί σε κράτηση ή προφυλάκιση ή να μείνει ελεύθερος μέχρι τη δίκη του. Στην τελευταία περίπτωση μπορούν να του επιβληθούν περιορισμοί, όπως η απαγόρευση ταξιδιών στο εξωτερικό με δικαίωμα προσφυγής στο δικαστικό συμβούλιο. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του κ. καθορίζονται από το Σύνταγμα και τους νόμους με βάση τον σεβασμό της προσωπικότητάς του και την προσπάθεια εξακρίβωσης της αλήθειας σχετικά με την πράξη για την οποία κατηγορείται και τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες εκτέλεσής της.
Η προστασία και η άμυνα του κ. εκφράζεται με πολλούς τρόπους και ιδιαίτερα με το δικαίωμα εμφάνισης και ακρόασής του τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία. Ιδιαίτερη σημασία έχει η απολογία του κ., η οποία πρέπει να είναι αβίαστη και ελεύθερη και αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία του αποδεικτικού υλικού. Η απολογία δεν είναι υποχρεωτική, αλλά αποτελεί δικαίωμά του, κατά την άσκηση του οποίου δεν πρέπει να περιορίζεται ή να διακόπτεται.
* * *-η, -ο1. αυτός που κατηγορείται2. ως ουσ. ο κατηγορούμενος, η κατηγορουμένη, το κατηγορούμενοα) άτομο κατά τού οποίου απευθύνεται από την πολιτεία κατηγορία, επειδή θεωρείται ένοχο ποινικού αδικήματος, ο εναγόμενος, ο μηνυόμενος, ο υπόδικοςβ) ύποπτος για αξιόποινη πράξη, ο οποίος έχει παραπεμφθεί σε δίκη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. μέσ. ενεστ. τού ρ. κατηγορῶ].
Dictionary of Greek. 2013.